- κλεμμάδιος
- κλεμμάδιος [ᾰ], α, ον,A stolen, Pl.Lg.955b, cf. Hsch., Phot.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κλεμμάδιος — κλεμμάδιος, ία, ον (Α) κλοπιμαίος, αυτός που προέρχεται από κλοπή («ἐάν τις κλεμμάδιον ὁτιοῡν ὑποδέχηται γιγνώσκων, τὴν αὐτὴν ὑπεχέτω δίκην τῷ κλέψαντι», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλέμμα κατά το κρυπτ άδιος] … Dictionary of Greek
κλεμμάδιον — κλεμμάδιος stolen masc acc sg κλεμμάδιος stolen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλεμμάδια — κλεμμάδιος stolen neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)